Κυριακή 10 Απριλίου 2011

ΜΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΟΥ


Της Έφης Πάλλη,

Είμαι χριστιανή. Από χριστιανούς γονείς. Βαφτίστηκα χριστιανή ορθόδοξη πριν καν γίνω ενός έτους. Σε όλα τα μαθητικά μου χρόνια, διδάχτηκα θρησκευτικά.

Ζω στο ελληνικό κράτος όπου ως επίσημη θρησκεία αναγνωρίζεται η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού και κατοχυρώνεται από το άρθρο 3 του Συντάγματος. Κάνω τη προσευχή μου κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ, κάνω το σταυρό μου όποτε περνάω από εκκλησία, φοράω κομποσκοίνια- δυο μάλιστα! Ναι, πιστεύω «εις έναν Θεό, Πατέρα, παντοκράτορα…». Ναι θέλω να με παντρέψει παπάς και να βαπτίσει τα παιδιά μου. Ναι, θέλω να με διαβάσει όταν αφήσω τα εγκόσμια. Μέχρι τότε όμως… δεν θα κλείσω τα μάτια μου μπροστά σε όσα συμβαίνουν γύρω μου γιατί παράλληλα δεν είμαι από τις υπερβολικά θρησκευόμενες, ούτε μεταλαβαίνω κάθε Κυριακή, ούτε κοιμάμαι πλάι στα δώδεκα Ευαγγέλια.
Σκάνδαλα τύπου «Βατοπέδι» βλέπουν το φως της δημοσιότητας, σε κυκλώματα παιδεραστίας και όργια εμπλέκονται παπάδες, οι αηδιαστικές συνομιλίες τους σοκάρουν. Τη πίστη μου δεν τη χάνω, τον σεβασμό μου όμως, τον χάνω.
Πέρα από αυτή τη πλευρά της σημερινής Εκκλησίας, αυτό που δεν μπορώ να δεχτώ, είναι η ανύπαρκτη συμμετοχή και βοήθειά της στα προβλήματα που ταλαιπωρούν τον λαό. Η ιστορία εξυμνεί το καταλυτικό ρόλο της Ορθοδοξίας σε μαύρες περιόδους όπως της Τουρκοκρατίας, του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Η ιστορία παρουσιάζει τους κήρυκες του Θεού ως ανθρώπους που έχουν απαρνηθεί τα αγαθά υλικά και ζουν με τα ελάχιστα έχοντας αυτοσκοπό τη προάσπιση και διάδοση του θείου έργου, όχι ως τροφαντούς παπάδες με χρυσεπίκλητα ράσα και φουσκωμένους τραπεζικούς λογαριασμούς στην Ελβετία.
Τόσες εκτάσεις, τόσα ακίνητα, επιχειρήσεις γιατί δεν εκμεταλλεύονται έστω το 1/10 από αυτά για να έχουν ένα πιάτο φαγητό οι άποροι, ένα κρεβάτι οι άστεγοι, ένα θρανίο τα παιδιά; Δεν λέω πως η Εκκλησία πρέπει να μαζέψει τα ασυμμάζευτα αυτής της χώρας ούτε πως είναι αυτή, που ως εκ θαύματος θα λύσει όλα τα προβλήματά μας. Αλλά κάτι πρέπει να κάνει. Γιατί μπορεί να κάνει.
Πριν λίγο καιρό πήγα στο σούπερ μάρκετ. Απέξω ήταν ένα παιδί που πουλούσε χαρτομάντιλα, ένα άλλο που ζητιάνευε, μια μικρή τσιγγάνα με ένα μωρό στην αγκαλιά και μέσα σε αυτό το ωραίο κάδρο, προστέθηκε ένα πολυτελέστατο τζίπ, που πάρκαρε δίπλα τους.   Κατέβηκαν τρείς καλόγριες με τα Bluetooth κρεμασμένα – να σε πάρει τηλέφωνο ο αρχιεπίσκοπος και να ψάχνεσαι, δεν λέει- . Τις ακολούθησα. Σήκωσαν κυριολεκτικά όλο το κατάστημα, θες βιολογικά; Ροκφόρ; Προσούτο; Την ίδια στιγμή που λίγα μέτρα πιο κάτω, η πείνα στοιχειώνει τα πρόσωπα των ανθρώπων, που σε κάθε γωνία σε περιμένει ένας επαίτης. Την ίδια στιγμή που τους υψηλόβαθμους παραλαμβάνουν οι λιμουζίνες με τα φιμέ τζάμια και τα στομάχια τους ξεχειλώνουν μέρα με τη μέρα σαν των πολιτικών. Και αφού οι τελευταίοι, δεν τολμούν , για γνωστούς και άγνωστους λόγους, να ταρακουνήσουν τους πρώτους, μήπως πρέπει να το κάνουμε εμείς;   
Χθες ένας ιερές προέταξε το χέρι του, όπως είθισται να κάνουν, και δεν ήξερα αν έπρεπε να το φιλήσω γιατί γεννήθηκα, αναθράφηκα, ζω και νιώθω χριστιανή ή να φτύσω επειδή δεν γεννήθηκα, δεν αναθράφηκα και δεν ζω για να με κάνουν κάποιοι να μετανιώνω που είμαι. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου